ξυρησμός: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_14)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠρησμός''': ὁ, = τῷ προηγ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 180.
|lstext='''ξῠρησμός''': ὁ, = τῷ προηγ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 180.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυρησμός]], ὁ (Α)<br />[[ξύρησις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ξυρῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σμος</i>, [[κατά]] τα ουσ. σε -<i>ισμός</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. σε -<i>ίζω</i>), <b>πρβλ.</b> [[ναυαγησμός]], [[νουθετησμός]]].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρησμός Medium diacritics: ξυρησμός Low diacritics: ξυρησμός Capitals: ΞΥΡΗΣΜΟΣ
Transliteration A: xyrēsmós Transliteration B: xyrēsmos Transliteration C: ksyrismos Beta Code: curhsmo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg., Hdn.Epim. 180.

German (Pape)

[Seite 282] ὁ, = Vorigem, Hdn. Epimer. 180.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠρησμός: ὁ, = τῷ προηγ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 180.

Greek Monolingual

ξυρησμός, ὁ (Α)
ξύρησις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρῶ + κατάλ. -σμος, κατά τα ουσ. σε -ισμός (< ρ. σε -ίζω), πρβλ. ναυαγησμός, νουθετησμός].