λιπόναυς: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐπόναυς''': ὁ, ἡ, ὁ ἐγκαταλείπων τὸν στόλον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 212 ([[ὅπερ]] ὁ Ἕρμ. ἐκλαμβάνει ὡς παθ., ἐγκαταλελειμμένος ὑπὸ τοῦ στόλου). Ἴδε [[λιπόνεως]].
|lstext='''λῐπόναυς''': ὁ, ἡ, ὁ ἐγκαταλείπων τὸν στόλον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 212 ([[ὅπερ]] ὁ Ἕρμ. ἐκλαμβάνει ὡς παθ., ἐγκαταλελειμμένος ὑπὸ τοῦ στόλου). Ἴδε [[λιπόνεως]].
}}
{{bailly
|btext=αος (ὁ, ἡ)<br />qui abandonne son vaisseau.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[ναῦς]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπόναυς Medium diacritics: λιπόναυς Low diacritics: λιπόναυς Capitals: ΛΙΠΟΝΑΥΣ
Transliteration A: lipónaus Transliteration B: liponaus Transliteration C: liponafs Beta Code: lipo/naus

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A deserting the fleet, A.Ag.212 (lyr.) (or, deserted by the allied fleet); v. λιπόνεως.

German (Pape)

[Seite 52] u. λιπόνας, das Schiff verlassend, πῶς λ. γένωμαι; Aesch. Ag. 205.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόναυς: ὁ, ἡ, ὁ ἐγκαταλείπων τὸν στόλον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 212 (ὅπερ ὁ Ἕρμ. ἐκλαμβάνει ὡς παθ., ἐγκαταλελειμμένος ὑπὸ τοῦ στόλου). Ἴδε λιπόνεως.

French (Bailly abrégé)

αος (ὁ, ἡ)
qui abandonne son vaisseau.
Étymologie: λείπω, ναῦς.