πνευματόμφαλος: Difference between revisions
From LSJ
λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
(6_15) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πνευμᾰτόμφᾰλος''': ὁ, τὸ [[ἀνεύρυσμα]] τοῦ ὀμφαλοῦ, Γαλην. 2. 395· οὕτω, πνευμόμφαλος, [[αὐτόθι]] 274. | |lstext='''πνευμᾰτόμφᾰλος''': ὁ, τὸ [[ἀνεύρυσμα]] τοῦ ὀμφαλοῦ, Γαλην. 2. 395· οὕτω, πνευμόμφαλος, [[αὐτόθι]] 274. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />(στον <b>Γαλ.</b>) [[ανεύρυσμα]] του ομφαλού και [[διόγκωση]] του λόγω διείσδυσης αέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πνεῦμα]], -<i>ατος</i><span style="color: red;">+</span> [[ὀμφαλός]].———————— <b>(II)</b><br />-ον, Α [[πνευματόμφαλος]]<br />(στον <b>Γαλ.</b>) αυτός που πάσχει από πνευματόμφαλο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A sufferer from umbilical hernia, supposed to be caused by wind, Gal.14.786:—also πνευμ-όμφαλον, τό, umbilical hernia, Id.19.445.
German (Pape)
[Seite 640] Windbruch des Nabels, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πνευμᾰτόμφᾰλος: ὁ, τὸ ἀνεύρυσμα τοῦ ὀμφαλοῦ, Γαλην. 2. 395· οὕτω, πνευμόμφαλος, αὐτόθι 274.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
(στον Γαλ.) ανεύρυσμα του ομφαλού και διόγκωση του λόγω διείσδυσης αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος+ ὀμφαλός.———————— (II)
-ον, Α πνευματόμφαλος
(στον Γαλ.) αυτός που πάσχει από πνευματόμφαλο.