πολιανόμος: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολιᾱνόμος''': ὁ, ([[πόλις]], [[νέμω]]) [[ἀστικός]] τις ἄρχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 95, κ. ἀλλ.· ἐν χρήσει ὡς [[μετάφρασις]] τοῦ Ῥωμ. Aedilis Δίων Κ. 43. 28, 48· ― πολῐᾱνομέω, Πλάτ. Ἐπιστ. 363C, Δίων Κ. 43. 48. | |lstext='''πολιᾱνόμος''': ὁ, ([[πόλις]], [[νέμω]]) [[ἀστικός]] τις ἄρχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 95, κ. ἀλλ.· ἐν χρήσει ὡς [[μετάφρασις]] τοῦ Ῥωμ. Aedilis Δίων Κ. 43. 28, 48· ― πολῐᾱνομέω, Πλάτ. Ἐπιστ. 363C, Δίων Κ. 43. 48. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[άρχοντας]] της πόλης ο [[οποίος]] είχε αστυνομικά καθήκοντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλις]], -<i>ιος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[νόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[νέμω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αστυ</i>-[[νόμος]]. Για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <i>πολια</i>- <b>βλ. λ.</b> [[πολίτης]] / <i>πολιᾱτας</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, (πόλις, νέμω)
A a civic magistrate, Tab.Heracl.1.95 (pl.), Documenti Ant. dell' Africa Italiana 2.127 (Cyrenaica, pl.). 2 = Lat. aedilis, D.C.43.28,48.
German (Pape)
[Seite 655] ὁ, Stadtverwalter, -vorsteher, eine Obrigkeit, Sp., wie D. Cass. 43, 28.
Greek (Liddell-Scott)
πολιᾱνόμος: ὁ, (πόλις, νέμω) ἀστικός τις ἄρχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 95, κ. ἀλλ.· ἐν χρήσει ὡς μετάφρασις τοῦ Ῥωμ. Aedilis Δίων Κ. 43. 28, 48· ― πολῐᾱνομέω, Πλάτ. Ἐπιστ. 363C, Δίων Κ. 43. 48.
Greek Monolingual
ὁ, Α
άρχοντας της πόλης ο οποίος είχε αστυνομικά καθήκοντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις, -ιος + -νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αστυ-νόμος. Για τη μορφή του α' συνθετικού πολια- βλ. λ. πολίτης / πολιᾱτας].