θεμελιωτής: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(6_19) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεμελιωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ θεμελιῶν, καταβάλλων τὸ θεμέλιον, ἱδρυτής, Γλωσσ. | |lstext='''θεμελιωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ θεμελιῶν, καταβάλλων τὸ θεμέλιον, ἱδρυτής, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[θεμελιωτής]]) [[θεμελιώνω]]<br /><b>μτφ.</b> αυτός που θεμελιώνει, που ιδρύει, ο [[ιδρυτής]] («[[θεμελιωτής]] της επιχειρήσεως»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που θέτει τα θεμέλια ενός οικοδομήματος ή άλλου έργου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A founder, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1193] ὁ, der Gründer.
Greek (Liddell-Scott)
θεμελιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ θεμελιῶν, καταβάλλων τὸ θεμέλιον, ἱδρυτής, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο (Α θεμελιωτής) θεμελιώνω
μτφ. αυτός που θεμελιώνει, που ιδρύει, ο ιδρυτής («θεμελιωτής της επιχειρήσεως»)
νεοελλ.
αυτός που θέτει τα θεμέλια ενός οικοδομήματος ή άλλου έργου.