προβάτημα: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(6_21)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προβάτημα''': τό, = [[πρόβατον]], Ἡσύχ.
|lstext='''προβάτημα''': τό, = [[πρόβατον]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> το [[πρόβατο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβατον]], [[κατά]] τα <i>κτήματα</i>, <i>βοσκήματα</i>].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτημα Medium diacritics: προβάτημα Low diacritics: προβάτημα Capitals: ΠΡΟΒΑΤΗΜΑ
Transliteration A: probátēma Transliteration B: probatēma Transliteration C: provatima Beta Code: proba/thma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = πρόβατον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 710] τό, = πρόβατον, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

προβάτημα: τό, = πρόβατον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) το πρόβατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον, κατά τα κτήματα, βοσκήματα].