ὁμόρησις: Difference between revisions
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(6_23) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμόρησις''': Ἰων. ὁμούρησις, ἡ, [[γειτνίασις]], [[γειτονία]], Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 61. | |lstext='''ὁμόρησις''': Ἰων. ὁμούρησις, ἡ, [[γειτνίασις]], [[γειτονία]], Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 61. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁμόρησις]] και ὁμορ(ρ)όησις και, δ. γρφ., ὁμόρωσις και αττ. τ. [[ὁμήρησις]] και ιων. τ. [[ὁμούρησις]] (Α) [[ομορέω]]<br /><b>1.</b> [[γειτνίαση]], [[γειτονία]]<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> [[γειτνίαση]] τών πλανητών. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A neighbourhood, juxtaposition, in Ion. form ὁμούρησις, Epicur. Ep.Ip.20 U., Nat.22 G.: Astrol. (written ὁμορ (ρ) όησις, v.l. -ωσις), of planets, prob. in Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr.1.159, 8(3).107, 114, Porph.in Ptol.189.
German (Pape)
[Seite 339] ἡ, das Angränzen, wie ὁμούρησις.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόρησις: Ἰων. ὁμούρησις, ἡ, γειτνίασις, γειτονία, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 61.
Greek Monolingual
ὁμόρησις και ὁμορ(ρ)όησις και, δ. γρφ., ὁμόρωσις και αττ. τ. ὁμήρησις και ιων. τ. ὁμούρησις (Α) ομορέω
1. γειτνίαση, γειτονία
2. αστρολ. γειτνίαση τών πλανητών.