ὤεον: Difference between revisions
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὤεον''': τό, ποιητικ. ἀντὶ ᾠόν, «αὐγόν», Ἴβυκ. 14, [[Σιμωνίδης]] Ἰαμβογράφ. 16, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 5. 10, Νικ. Θηρ. 192, Ἄρατ., κλπ.: καὶ [[ὤιον]], Αἰολ. γεν ὠίω, Σαπφὼ 112. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Θεογνώστου Κανόνας 121. | |lstext='''ὤεον''': τό, ποιητικ. ἀντὶ ᾠόν, «αὐγόν», Ἴβυκ. 14, [[Σιμωνίδης]] Ἰαμβογράφ. 16, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 5. 10, Νικ. Θηρ. 192, Ἄρατ., κλπ.: καὶ [[ὤιον]], Αἰολ. γεν ὠίω, Σαπφὼ 112. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Θεογνώστου Κανόνας 121. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><i>poét. c.</i> [[ὤϊον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A v. ᾠόν.
German (Pape)
[Seite 1408] τό, poet. statt ὤϊον, das Ei; Ibyc. 15; Arat. u. Nic. Th. 192; vgl. Ath. II, 57 f.
Greek (Liddell-Scott)
ὤεον: τό, ποιητικ. ἀντὶ ᾠόν, «αὐγόν», Ἴβυκ. 14, Σιμωνίδης Ἰαμβογράφ. 16, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 5. 10, Νικ. Θηρ. 192, Ἄρατ., κλπ.: καὶ ὤιον, Αἰολ. γεν ὠίω, Σαπφὼ 112. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Θεογνώστου Κανόνας 121.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
poét. c. ὤϊον.