προσώπιον: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(6_21)
(35)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσώπιον''': τό, = [[προσωπεῖον]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1570b. 16, 27. ΙΙ. ὡς [[ὄνομα]] φυτοῦ τινος, τὸ τοῦ Πλινίου persolata ἢ personata, κατὰ τὸν Sprengel Arctium Lappa Διοσκ. 4. 107. [[ὡσαύτως]], [[προσωπίς]], ίδος, [[αὐτόθι]]· καὶ προσωπῖτις, Γεωπ. 5. 48, 4· - ὁ [[τελευταῖος]] [[οὗτος]] [[τύπος]] ἦτο καὶ τὸ [[ὄνομα]] νήσου τινὸς ἐν Αἰγύπτῳ, Ἡρόδ. 2. 41. 168.
|lstext='''προσώπιον''': τό, = [[προσωπεῖον]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1570b. 16, 27. ΙΙ. ὡς [[ὄνομα]] φυτοῦ τινος, τὸ τοῦ Πλινίου persolata ἢ personata, κατὰ τὸν Sprengel Arctium Lappa Διοσκ. 4. 107. [[ὡσαύτως]], [[προσωπίς]], ίδος, [[αὐτόθι]]· καὶ προσωπῖτις, Γεωπ. 5. 48, 4· - ὁ [[τελευταῖος]] [[οὗτος]] [[τύπος]] ἦτο καὶ τὸ [[ὄνομα]] νήσου τινὸς ἐν Αἰγύπτῳ, Ἡρόδ. 2. 41. 168.
}}
{{grml
|mltxt=το, Α [[πρόσωπον]]<br /><b>1.</b> [[προσωπείο]]<br /><b>2.</b> το ποώδες [[φυτό]] άρκτιο.
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσώπιον Medium diacritics: προσώπιον Low diacritics: προσώπιον Capitals: ΠΡΟΣΩΠΙΟΝ
Transliteration A: prosṓpion Transliteration B: prosōpion Transliteration C: prosopion Beta Code: prosw/pion

English (LSJ)

τό,= προσωπεῖον, IG7.303.68 (Oropus, iii B.C.).    II = ἄρκιον, Dsc. 4.106: also fem. προσωπίς, ίδος, ibid.; προσωπιάς, Id.Eup.2.119 (s.v.l.); προσωπῖτις, Gp.5.48.4.

Greek (Liddell-Scott)

προσώπιον: τό, = προσωπεῖον, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570b. 16, 27. ΙΙ. ὡς ὄνομα φυτοῦ τινος, τὸ τοῦ Πλινίου persolata ἢ personata, κατὰ τὸν Sprengel Arctium Lappa Διοσκ. 4. 107. ὡσαύτως, προσωπίς, ίδος, αὐτόθι· καὶ προσωπῖτις, Γεωπ. 5. 48, 4· - ὁ τελευταῖος οὗτος τύπος ἦτο καὶ τὸ ὄνομα νήσου τινὸς ἐν Αἰγύπτῳ, Ἡρόδ. 2. 41. 168.

Greek Monolingual

το, Α πρόσωπον
1. προσωπείο
2. το ποώδες φυτό άρκτιο.