μαρμαρουργός: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
(6_15)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαρμαρουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ εἰς μάρμαρα ἐργαζόμενος, Τζέτζ. Ἱστ. 9.131.
|lstext='''μαρμαρουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ εἰς μάρμαρα ἐργαζόμενος, Τζέτζ. Ἱστ. 9.131.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαρμαρουργός]], o (Μ)<br />[[μαρμαρογλύπτης]], [[μαρμαράς]].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρουργός Medium diacritics: μαρμαρουργός Low diacritics: μαρμαρουργός Capitals: ΜΑΡΜΑΡΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: marmarourgós Transliteration B: marmarourgos Transliteration C: marmarourgos Beta Code: marmarourgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A marble-mason, Tz.H.9.131.

Greek (Liddell-Scott)

μαρμαρουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ εἰς μάρμαρα ἐργαζόμενος, Τζέτζ. Ἱστ. 9.131.

Greek Monolingual

μαρμαρουργός, o (Μ)
μαρμαρογλύπτης, μαρμαράς.