ὑπέροπτος: Difference between revisions
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπέροπτος''': -ον, ([[ὑπερόψομαι]]) ὁ ὑπεροφθείς, περιφρονηθείς, καταφρονηθείς, τοῦτο ἔπρεπε νὰ σημαίνῃ, ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ὑπέροπτον· μέγα καὶ [[ὑπὲρ]] τὸ [[μέτρον]], καὶ τὰ ὅμοια», [[ἴσως]] [[γραπτέον]]: ὑπέροπλον. ΙΙ. [[ὑπεροπτικός]], [[καταφρονητικός]], ὀφρὺς Ἀνθ. Π. 12. 186· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Σοφ. Ο. Τ. 883. - Ἐπίρρ. -τως, [[Πολυδ]]. Θ΄, 147. | |lstext='''ὑπέροπτος''': -ον, ([[ὑπερόψομαι]]) ὁ ὑπεροφθείς, περιφρονηθείς, καταφρονηθείς, τοῦτο ἔπρεπε νὰ σημαίνῃ, ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ὑπέροπτον· μέγα καὶ [[ὑπὲρ]] τὸ [[μέτρον]], καὶ τὰ ὅμοια», [[ἴσως]] [[γραπτέον]]: ὑπέροπλον. ΙΙ. [[ὑπεροπτικός]], [[καταφρονητικός]], ὀφρὺς Ἀνθ. Π. 12. 186· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Σοφ. Ο. Τ. 883. - Ἐπίρρ. -τως, [[Πολυδ]]. Θ΄, 147. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />méprisant, fier, dédaigneux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερόψομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), ον,
A disdainful, ὀφρύς AP12.186 (Strat.); gloss on ὑπέροφρυς, Hsch.: neut. pl. as Adv., S.OT883 (lyr.). Regul. Adv. -τως Poll.9.147. II great, excessive, Hsch., cf. Phot., Suid.
ὑπέροπτος (B), ον, (ὀπτάὠ,
A over-heated, Gal.19.426.
German (Pape)
[Seite 1199] übersehen, verachtet, Sp.; – akt., übersehend, vernachlässigend, dah. hochmüthig, Soph. εἰ δέ τις ὑπέροπτα χερσὶν ἢ λόγῳ πορεύεται, O. R. 833.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέροπτος: -ον, (ὑπερόψομαι) ὁ ὑπεροφθείς, περιφρονηθείς, καταφρονηθείς, τοῦτο ἔπρεπε νὰ σημαίνῃ, ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ὑπέροπτον· μέγα καὶ ὑπὲρ τὸ μέτρον, καὶ τὰ ὅμοια», ἴσως γραπτέον: ὑπέροπλον. ΙΙ. ὑπεροπτικός, καταφρονητικός, ὀφρὺς Ἀνθ. Π. 12. 186· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Σοφ. Ο. Τ. 883. - Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Θ΄, 147.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
méprisant, fier, dédaigneux.
Étymologie: ὑπερόψομαι.