πολύχεσος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
(6_15) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύχεσος''': -ον, ([[χέζω]])· πολύχεσον [[νόσημα]], ἡ [[διάρροια]], Κωμικ. Ἀνώνυμ. 365, Σουΐδ. ἐν λ. ἀπηλλάγησαν. | |lstext='''πολύχεσος''': -ον, ([[χέζω]])· πολύχεσον [[νόσημα]], ἡ [[διάρροια]], Κωμικ. Ἀνώνυμ. 365, Σουΐδ. ἐν λ. ἀπηλλάγησαν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που επιφέρει πολλές κενώσεις, που προκαλεί συχνές αποπατήσεις («ἀπηλλάγημεν πολυχέσου νοσήματος», Κωμ. Αδέσπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χέζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σος</i>, [[κατά]] το <i>κόμπα</i>-<i>σος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (χέζω):
A π. νόσημα diarrhoea, Com. Adesp. 19.
German (Pape)
[Seite 677] den Durchfall habend, νόσος, der Durchfall, Suid. aus einem Dichter.
Greek (Liddell-Scott)
πολύχεσος: -ον, (χέζω)· πολύχεσον νόσημα, ἡ διάρροια, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 365, Σουΐδ. ἐν λ. ἀπηλλάγησαν.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που επιφέρει πολλές κενώσεις, που προκαλεί συχνές αποπατήσεις («ἀπηλλάγημεν πολυχέσου νοσήματος», Κωμ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χέζω + επίθημα -σος, κατά το κόμπα-σος].