νεωποιός: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(6_15) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεωποιός''': -όν, (νεὼς) ὁ οἰκοδομῶν ναούς, [[νεωποίης]]. ΙΙ. ([[ναῦς]]) [[ναυπηγός]], [[Πολυδ]]. Α΄, 84. | |lstext='''νεωποιός''': -όν, (νεὼς) ὁ οἰκοδομῶν ναούς, [[νεωποίης]]. ΙΙ. ([[ναῦς]]) [[ναυπηγός]], [[Πολυδ]]. Α΄, 84. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεωποιός]] και δωρ. τ. [[ναοποιός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[νεωποίης]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατασκευάζει πλοία, ο [[ναυπηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεώς]], αττ. τ. του [[ναός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = νεωποίης, IG22.1678b A14:— Dor. νᾱοποιός Arist.Rh.1374b27, SIG236 B, al. (Delph., iv B.C.), IG 7.3073.4,al. (Lebad.); also in Att. Inscrr. from late iv B.C., ib.22.1678 a A16,20. II (ναῦς) building ships, Poll.1.84.
Greek (Liddell-Scott)
νεωποιός: -όν, (νεὼς) ὁ οἰκοδομῶν ναούς, νεωποίης. ΙΙ. (ναῦς) ναυπηγός, Πολυδ. Α΄, 84.
Greek Monolingual
νεωποιός και δωρ. τ. ναοποιός, ὁ (Α)
1. νεωποίης
2. αυτός που κατασκευάζει πλοία, ο ναυπηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεώς, αττ. τ. του ναός + -ποιός].