ἡμίτμητος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(6_15) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμίτμητος''': -ον, ([[τέμνω]]) = [[ἡμίτομος]], Σχολ. Λυκόφρ. 152, Ὀππ. Ἁλ. 1. 716. | |lstext='''ἡμίτμητος''': -ον, ([[τέμνω]]) = [[ἡμίτομος]], Σχολ. Λυκόφρ. 152, Ὀππ. Ἁλ. 1. 716. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίτμητος]],-ον)<br />αυτός που έχει κοπεί στα δύο, ο διχοτομημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>τμη</i>-<i>τος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]], <b>[[πρβλ]].</b> παθ. αόρ. <i>ε</i>-<i>τμή</i>-<i>θην</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>τμη</i>-<i>τος</i>, <i>δορί</i>-<i>τμητος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (τέμνω)
A gloss on ἡμιδάϊκτος, Sch.Opp.H.2.287.
German (Pape)
[Seite 1170] dasselbe, Schol. Opp. H. 1, 716.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίτμητος: -ον, (τέμνω) = ἡμίτομος, Σχολ. Λυκόφρ. 152, Ὀππ. Ἁλ. 1. 716.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίτμητος,-ον)
αυτός που έχει κοπεί στα δύο, ο διχοτομημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + τμη-τος (< τέμνω, πρβλ. παθ. αόρ. ε-τμή-θην), πρβλ. ά-τμη-τος, δορί-τμητος].