ἐπίφλεβος: Difference between revisions
From LSJ
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
(6_15) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίφλεβος''': -ον, (φλὲψ) ἔχων τὰς φλέβας ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἔχων αὐτὰς ἐξεχούσας [[ὑπεράνω]] τῆς ἐπιφ., Ἱππ. 1180C, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12. | |lstext='''ἐπίφλεβος''': -ον, (φλὲψ) ἔχων τὰς φλέβας ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἔχων αὐτὰς ἐξεχούσας [[ὑπεράνω]] τῆς ἐπιφ., Ἱππ. 1180C, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπίφλεβος]], -ον (Α)<br />αυτός που οι φλέβες του προεξέχουν από την [[επιφάνεια]] του δέρματος («ἔσω δ’ [[ἄλλο]] [[μόριον]] σταφυλοφόρον, [[κίων]] [[ἐπίφλεβος]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>φλεψ</i> «[[φλέβα]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ον
A, (φλέψ) with prominent veins, Hp.Epid.6.4.19, Arist. HA493a3, etc.
German (Pape)
[Seite 1000] mit hervorstehenden, auf der Oberfläche sichtbaren Adern, Hippocr.; Arist. H. A. 1, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίφλεβος: -ον, (φλὲψ) ἔχων τὰς φλέβας ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἔχων αὐτὰς ἐξεχούσας ὑπεράνω τῆς ἐπιφ., Ἱππ. 1180C, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12.
Greek Monolingual
ἐπίφλεβος, -ον (Α)
αυτός που οι φλέβες του προεξέχουν από την επιφάνεια του δέρματος («ἔσω δ’ ἄλλο μόριον σταφυλοφόρον, κίων ἐπίφλεβος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλεψ «φλέβα»].