ἀκλήρωτος: Difference between revisions
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκλήρωτος''': -ον, [[ἄνευ]] κλήρου ἢ μερίδος ἔν τινι πράγματι, μ. γεν., χώρας [[ἀκλάρωτος]], Πινδ. Ο. 7. 108. 2) [[ἄνευ]] τῆς χρήσεως κλήρου, Δίων Κ. Ἀποσπ. 62. ΙΙ. ὁ μὴ διὰ κλήρου διαμοιρασθείς, Πλούτ. 2. 231Ε. | |lstext='''ἀκλήρωτος''': -ον, [[ἄνευ]] κλήρου ἢ μερίδος ἔν τινι πράγματι, μ. γεν., χώρας [[ἀκλάρωτος]], Πινδ. Ο. 7. 108. 2) [[ἄνευ]] τῆς χρήσεως κλήρου, Δίων Κ. Ἀποσπ. 62. ΙΙ. ὁ μὴ διὰ κλήρου διαμοιρασθείς, Πλούτ. 2. 231Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’a pas sa part de, gén.;<br /><b>2</b> non distribué en lots;<br /><b>3</b> sans partage par le sort.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κληρόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A without lot or portion in a thing, c. gen., χώρας ἀκλάρωτος Pi.O.7.59. 2 without casting lots, D.C.Fr.62. II not distributed in lots, Plu.2.231e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκλήρωτος: -ον, ἄνευ κλήρου ἢ μερίδος ἔν τινι πράγματι, μ. γεν., χώρας ἀκλάρωτος, Πινδ. Ο. 7. 108. 2) ἄνευ τῆς χρήσεως κλήρου, Δίων Κ. Ἀποσπ. 62. ΙΙ. ὁ μὴ διὰ κλήρου διαμοιρασθείς, Πλούτ. 2. 231Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n’a pas sa part de, gén.;
2 non distribué en lots;
3 sans partage par le sort.
Étymologie: ἀ, κληρόω.