ξυσμός: Difference between revisions
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
(6_15) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξυσμός''': ὁ, τὸ ξύσιμον, ἰδίως πρὸς ἀνακούφισιν κνησμοῦ, «φαγούρας»˙ [[ὅθεν]] καὶ αὐτὴ ἡ «φαγοῦρα», ὡς τὸ [[κνησμός]], Ἱππ. Ἀφ. 1248. | |lstext='''ξυσμός''': ὁ, τὸ ξύσιμον, ἰδίως πρὸς ἀνακούφισιν κνησμοῦ, «φαγούρας»˙ [[ὅθεν]] καὶ αὐτὴ ἡ «φαγοῦρα», ὡς τὸ [[κνησμός]], Ἱππ. Ἀφ. 1248. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξυσμός]], ὁ (Α) [[ξύω]]<br /><b>1.</b> [[ξύσιμο]] για [[ανακούφιση]] κνησμού<br /><b>2.</b> [[κνησμός]], [[φαγούρα]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χνόος]]<br />[[ξυσμός]], [[ψόφος]], [[φθόγγος]]». | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A itching, irritation, ξυσμοὶ τοῦ σώματος ὅλου Hp.Aph.3.31 ; ξ. ἐν τῷ πλεύμονι Id.Loc.Hom.14.
German (Pape)
[Seite 283] ὁ, das Schaben, Kratzen, bes. beim Jucken, Hippocr. u. a. Medic., auch das Jucken selbst, also = κνησμός.
Greek (Liddell-Scott)
ξυσμός: ὁ, τὸ ξύσιμον, ἰδίως πρὸς ἀνακούφισιν κνησμοῦ, «φαγούρας»˙ ὅθεν καὶ αὐτὴ ἡ «φαγοῦρα», ὡς τὸ κνησμός, Ἱππ. Ἀφ. 1248.
Greek Monolingual
ξυσμός, ὁ (Α) ξύω
1. ξύσιμο για ανακούφιση κνησμού
2. κνησμός, φαγούρα
3. (κατά τον Ησύχ.) «χνόος
ξυσμός, ψόφος, φθόγγος».