δυσέμετος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(6_16)
(big3_12)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσέμετος''': -ον, = τῷ ἑπομ., οἱ Ἀσκληπιάδαι τοῖς δυσεμέτοις ὕδατος χλιαροῦ διδόασιν ἀπορροφεῖν Συνέσ. 257Α.
|lstext='''δυσέμετος''': -ον, = τῷ ἑπομ., οἱ Ἀσκληπιάδαι τοῖς δυσεμέτοις ὕδατος χλιαροῦ διδόασιν ἀπορροφεῖν Συνέσ. 257Α.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que vomita con dificultad]] Synes.<i>Ep</i>.120, cf. [[δυσήμετος]].
}}
}}

Revision as of 12:06, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 679] = δυσεμής, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέμετος: -ον, = τῷ ἑπομ., οἱ Ἀσκληπιάδαι τοῖς δυσεμέτοις ὕδατος χλιαροῦ διδόασιν ἀπορροφεῖν Συνέσ. 257Α.

Spanish (DGE)

-ον
que vomita con dificultad Synes.Ep.120, cf. δυσήμετος.