δυσέμετος
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
German (Pape)
[Seite 679] = δυσεμής (schwer zum Erbrechen zu bringen), Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέμετος: -ον, = τῷ ἑπομ., οἱ Ἀσκληπιάδαι τοῖς δυσεμέτοις ὕδατος χλιαροῦ διδόασιν ἀπορροφεῖν Συνέσ. 257Α.
Spanish (DGE)
-ον
que vomita con dificultad Synes.Ep.120, cf. δυσήμετος.