νεμεσήμων: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(6_16)
(26)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεμεσήμων''': -ον, γεν. -ονος, [[πλήρης]] ἀγανακτήσεως, ἐξωργισμένος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 48, κτλ.
|lstext='''νεμεσήμων''': -ον, γεν. -ονος, [[πλήρης]] ἀγανακτήσεως, ἐξωργισμένος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 48, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεμεσήμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[αγανάκτηση]], [[οργίλος]], εξοργισμένος<br /><b>2.</b> αυτός που διεγείρει [[αγανάκτηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεμεσ</i>(<i>σ</i>)<i>ῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήμων]] (<b>πρβλ.</b> <i>ελε</i>-[[ήμων]], <i>νο</i>-[[ήμων]])].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 239] ον, unwillig, zornig, μῦθος, θυμός u. ä., Nonn. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

νεμεσήμων: -ον, γεν. -ονος, πλήρης ἀγανακτήσεως, ἐξωργισμένος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 48, κτλ.

Greek Monolingual

νεμεσήμων, -ον (Α)
1. γεμάτος αγανάκτηση, οργίλος, εξοργισμένος
2. αυτός που διεγείρει αγανάκτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεμεσ(σ) + κατάλ. -ήμων (πρβλ. ελε-ήμων, νο-ήμων)].