θερείαυλος: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
(6_16) |
(17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θερείαυλος''': -ον, ἐν θερινῇ κατοικίᾳ διατρίβων, Θεόγνωστ. 96, 5. | |lstext='''θερείαυλος''': -ον, ἐν θερινῇ κατοικίᾳ διατρίβων, Θεόγνωστ. 96, 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θερείαυλος]], -ον (Μ)<br />αυτός που διαμένει σε θερινή [[κατοικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέρειος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αυλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[αυλή]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, prob.
A living in villeggiatura, Theognost.Can. 96.
Greek (Liddell-Scott)
θερείαυλος: -ον, ἐν θερινῇ κατοικίᾳ διατρίβων, Θεόγνωστ. 96, 5.
Greek Monolingual
θερείαυλος, -ον (Μ)
αυτός που διαμένει σε θερινή κατοικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + -αυλος < αυλή].