θερείαυλος
From LSJ
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
English (LSJ)
θερείαυλον, prob. living in villeggiatura, Theognost.Can. 96.
Greek (Liddell-Scott)
θερείαυλος: -ον, ἐν θερινῇ κατοικίᾳ διατρίβων, Θεόγνωστ. 96, 5.
Greek Monolingual
θερείαυλος, -ον (Μ)
αυτός που διαμένει σε θερινή κατοικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + -αυλος < αυλή].