ἰσόδομος: Difference between revisions
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
(6_16) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσόδομος''': -ον, ἐπὶ τοίχου, ᾠκοδομημένος κατὰ (κανονικὰς) ἴσας σειράς, ἀντίθετον τῷ [[ψευδισόδομος]], ᾠκοδομημένος κατ’ ἀνίσους σειράς, Πλίν. 36. 51, Βιτρούβ. 2. 8. § 33. | |lstext='''ἰσόδομος''': -ον, ἐπὶ τοίχου, ᾠκοδομημένος κατὰ (κανονικὰς) ἴσας σειράς, ἀντίθετον τῷ [[ψευδισόδομος]], ᾠκοδομημένος κατ’ ἀνίσους σειράς, Πλίν. 36. 51, Βιτρούβ. 2. 8. § 33. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόδομος]], -ον)<br />(για τοίχο) ο κτισμένος [[κατά]] ίσους δόμους, [[δηλαδή]] με σειρές λίθων ίσου μεγέθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ισόδομο</i><br />η [[ισοδομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεσό</i>-<i>δομος</i>, <i>υψί</i>-<i>δομος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, of walls,
A built in equal courses, Vitr.2.8.6, Plin.HN36.171.
German (Pape)
[Seite 1264] gleichgebau't, aus regelmäßigen, gleichgroßen Steinen gebau't, Vitruv. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόδομος: -ον, ἐπὶ τοίχου, ᾠκοδομημένος κατὰ (κανονικὰς) ἴσας σειράς, ἀντίθετον τῷ ψευδισόδομος, ᾠκοδομημένος κατ’ ἀνίσους σειράς, Πλίν. 36. 51, Βιτρούβ. 2. 8. § 33.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἰσόδομος, -ον)
(για τοίχο) ο κτισμένος κατά ίσους δόμους, δηλαδή με σειρές λίθων ίσου μεγέθους
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ισόδομο
η ισοδομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δομος (< δόμος), πρβλ. μεσό-δομος, υψί-δομος].