παράλευκος: Difference between revisions

31
(6_17)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράλευκος''': -ον, κλίνων πρὸς τὸ [[λευκόν]], ἐν μέρει [[λευκός]], «ἀσπρειδερός», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 10, Ἀθήν. 319F.
|lstext='''παράλευκος''': -ον, κλίνων πρὸς τὸ [[λευκόν]], ἐν μέρει [[λευκός]], «ἀσπρειδερός», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 10, Ἀθήν. 319F.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που [[είναι]] εν μέρει [[λευκός]], [[ασπρειδερός]].
}}
}}