τρίσχοινος: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(6_17)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίσχοινος''': -ον, ὁ ἔχων [[μῆκος]] ἢ [[πλάτος]] τριῶν σχοίνων, πρβλ. Plin. Η. Ν. 5. 24.
|lstext='''τρίσχοινος''': -ον, ὁ ἔχων [[μῆκος]] ἢ [[πλάτος]] τριῶν σχοίνων, πρβλ. Plin. Η. Ν. 5. 24.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[μήκος]] ή [[πλάτος]] τριών σχοίνων, [[δηλαδή]] τριών μέτρων γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σχοῖνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>σχοινος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίσχοινος Medium diacritics: τρίσχοινος Low diacritics: τρίσχοινος Capitals: ΤΡΙΣΧΟΙΝΟΣ
Transliteration A: tríschoinos Transliteration B: trischoinos Transliteration C: trischoinos Beta Code: tri/sxoinos

English (LSJ)

ον,

   A three σχοῖνοι long or broad, in neut., Str.17.1.31, cf. Plin.HN5.85.

German (Pape)

[Seite 1148] drei σχοῖνοι haltend, drei σχοῖνοι lang, weit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τρίσχοινος: -ον, ὁ ἔχων μῆκοςπλάτος τριῶν σχοίνων, πρβλ. Plin. Η. Ν. 5. 24.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τριών σχοίνων, δηλαδή τριών μέτρων γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + σχοῖνος (πρβλ. πεντά-σχοινος)].