ὀξυπόρος: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(6_17)
(29)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξῠπόρος''': -ον, ὁ ἔχων ὀξὺ [[στόμα]], [[ἄγγος]] Ὀππ. Ἁλ. 2. 406. ΙΙ. ὁ [[ταχέως]] περῶν, [[δραστήριος]], ἐπὶ φαρμάκων, Διοσκ. 3. 58. ― Ἐπίρρ. -ρως, ἐν ταχείᾳ πορείᾳ, Θ. Στουδ. σ. 740, ἔκδ. Mi.
|lstext='''ὀξῠπόρος''': -ον, ὁ ἔχων ὀξὺ [[στόμα]], [[ἄγγος]] Ὀππ. Ἁλ. 2. 406. ΙΙ. ὁ [[ταχέως]] περῶν, [[δραστήριος]], ἐπὶ φαρμάκων, Διοσκ. 3. 58. ― Ἐπίρρ. -ρως, ἐν ταχείᾳ πορείᾳ, Θ. Στουδ. σ. 740, ἔκδ. Mi.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀξυπόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[αγγείο]]) αυτός που έχει οξύ, αιχμηρό [[στόμιο]]<br /><b>2.</b> (για [[φάρμακο]]) αυτός που έχει [[γρήγορα]] αποτελέσματα, που ενεργεί [[γρήγορα]], [[δραστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀξυπόρως</i> (Μ)<br />με [[ταχύτητα]], με γρήγορη [[πορεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ακρο</i>-[[πόρος]].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠπόρος Medium diacritics: ὀξυπόρος Low diacritics: οξυπόρος Capitals: ΟΞΥΠΟΡΟΣ
Transliteration A: oxypóros Transliteration B: oxyporos Transliteration C: oksyporos Beta Code: o)cupo/ros

English (LSJ)

ον,

   A with pointed mouth, ἄγγος Opp.H.2.406.    II quick-passing, active, of medicines, Dsc.3.51.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠπόρος: -ον, ὁ ἔχων ὀξὺ στόμα, ἄγγος Ὀππ. Ἁλ. 2. 406. ΙΙ. ὁ ταχέως περῶν, δραστήριος, ἐπὶ φαρμάκων, Διοσκ. 3. 58. ― Ἐπίρρ. -ρως, ἐν ταχείᾳ πορείᾳ, Θ. Στουδ. σ. 740, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

ὀξυπόρος, -ον (Α)
1. (κυρίως για αγγείο) αυτός που έχει οξύ, αιχμηρό στόμιο
2. (για φάρμακο) αυτός που έχει γρήγορα αποτελέσματα, που ενεργεί γρήγορα, δραστικός.
επίρρ...
ὀξυπόρως (Μ)
με ταχύτητα, με γρήγορη πορεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. ακρο-πόρος.