ἑξάχορδος: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
(6_17)
(12)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑξάχορδος''': -ον, ὁ ἔχων ἓξ χορδάς, ἐν ἑξαχόρδῳ κιθάρᾳ Ἀνώνυμ. π. τοῦ Ἁγ. Θεοδ. 19, σ.18.
|lstext='''ἑξάχορδος''': -ον, ὁ ἔχων ἓξ χορδάς, ἐν ἑξαχόρδῳ κιθάρᾳ Ἀνώνυμ. π. τοῦ Ἁγ. Θεοδ. 19, σ.18.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἑξάχορδος]], -ον)<br />αυτός που έχει έξι χορδές<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑξάχορδον</i><br />[[κλίμακα]] έξι φθόγγων με ένα [[ημιτόνιο]] στη [[μέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[εξάγραμμα]]) <span style="color: red;">+</span> [[χορδή]].
}}
}}

Revision as of 07:09, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 874] sechssaitig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξάχορδος: -ον, ὁ ἔχων ἓξ χορδάς, ἐν ἑξαχόρδῳ κιθάρᾳ Ἀνώνυμ. π. τοῦ Ἁγ. Θεοδ. 19, σ.18.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἑξάχορδος, -ον)
αυτός που έχει έξι χορδές
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξάχορδον
κλίμακα έξι φθόγγων με ένα ημιτόνιο στη μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + χορδή.