γυμνόκαρπος: Difference between revisions

big3_10
(6_18)
(big3_10)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γυμνόκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων τὸν καρπὸ γυμνόν, τ.ἔ. [[ἄνευ]] κελύφους ἢ ξυλώδους φλοιοῦ, Θόφρ. Αἰτ. Φ.1.17,8· πρβλ. [[γυμνοσπέρματος]].
|lstext='''γυμνόκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων τὸν καρπὸ γυμνόν, τ.ἔ. [[ἄνευ]] κελύφους ἢ ξυλώδους φλοιοῦ, Θόφρ. Αἰτ. Φ.1.17,8· πρβλ. [[γυμνοσπέρματος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />bot. [[que no tiene cáscara]], [[gimnocarpo]] de frutos, Thphr.<i>CP</i> 1.17.8.
}}
}}