κρυσταλλόστερνος: Difference between revisions
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
(6_18) |
(22) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρυσταλλόστερνος''': -ον, ὁ ἔχων στέρνα, στήθη ὡς τὸ κρύσταλλον, λαμπρὰ στήθη, ἐπὶ γυναικός, [[μῦθος]] δοκεῖ μοι [[νέκταρ]] ἡ θεῶν [[πόσις]], πρὸς σὸν γλυκασμόν, κρυσταλλόστερνε [[ξένη]] Νικήτ. Εὐγέν. 4, 120. | |lstext='''κρυσταλλόστερνος''': -ον, ὁ ἔχων στέρνα, στήθη ὡς τὸ κρύσταλλον, λαμπρὰ στήθη, ἐπὶ γυναικός, [[μῦθος]] δοκεῖ μοι [[νέκταρ]] ἡ θεῶν [[πόσις]], πρὸς σὸν γλυκασμόν, κρυσταλλόστερνε [[ξένη]] Νικήτ. Εὐγέν. 4, 120. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κρυσταλλόστερνος]], -ον (Μ)<br />(για [[γυναίκα]]) αυτή που έχει στήθη σαν το [[κρύσταλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>κρύσταλλον</i> <span style="color: red;">+</span> [[στέρνον]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:26, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
κρυσταλλόστερνος: -ον, ὁ ἔχων στέρνα, στήθη ὡς τὸ κρύσταλλον, λαμπρὰ στήθη, ἐπὶ γυναικός, μῦθος δοκεῖ μοι νέκταρ ἡ θεῶν πόσις, πρὸς σὸν γλυκασμόν, κρυσταλλόστερνε ξένη Νικήτ. Εὐγέν. 4, 120.
Greek Monolingual
κρυσταλλόστερνος, -ον (Μ)
(για γυναίκα) αυτή που έχει στήθη σαν το κρύσταλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. κρύσταλλον + στέρνον.