ζωομύριστος: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(6_18) |
(16) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζωομύριστος''': -ον, ὁ μυρίζων, ἐνέχων ζωήν, ζωομύριστον [[ξύλον]] ὁ σταυρὸς Θ. Στουδ. σ. 721 (Migne). | |lstext='''ζωομύριστος''': -ον, ὁ μυρίζων, ἐνέχων ζωήν, ζωομύριστον [[ξύλον]] ὁ σταυρὸς Θ. Στουδ. σ. 721 (Migne). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζωομύριστος]], -ον (Μ)<br />αυτός που αναδίδει, που ενέχει ζωή («ζωομύριστον [[ξύλον]] ὁ [[σταυρός]]», Στουδ. Θεόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>μύριστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μυρίζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μοσκο</i>-<i>μύριστος</i>, <i>ροδο</i>-<i>μύριστος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
ζωομύριστος: -ον, ὁ μυρίζων, ἐνέχων ζωήν, ζωομύριστον ξύλον ὁ σταυρὸς Θ. Στουδ. σ. 721 (Migne).
Greek Monolingual
ζωομύριστος, -ον (Μ)
αυτός που αναδίδει, που ενέχει ζωή («ζωομύριστον ξύλον ὁ σταυρός», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -μύριστος (< μυρίζω), πρβλ. μοσκο-μύριστος, ροδο-μύριστος].