κοπροποιός: Difference between revisions

From LSJ

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64
(6_18)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοπροποιός''': -ον, ὁ ποιῶν κόπρον, «[[ῥυπαρός]]», Γρηγ. Ναζ.
|lstext='''κοπροποιός''': -ον, ὁ ποιῶν κόπρον, «[[ῥυπαρός]]», Γρηγ. Ναζ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοπροποιός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει [[κοπριά]], [[λίπασμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κοπρίτης]], [[τεμπελόσκυλο]], [[κοπρομηχανή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπροποιός Medium diacritics: κοπροποιός Low diacritics: κοπροποιός Capitals: ΚΟΠΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kopropoiós Transliteration B: kopropoios Transliteration C: kopropoios Beta Code: kopropoio/s

English (LSJ)

όν,

   A producing excrement, EM529.15, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1483] Mist machend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοπροποιός: -ον, ὁ ποιῶν κόπρον, «ῥυπαρός», Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

κοπροποιός, -όν (Α)
1. αυτός που παράγει κοπριά, λίπασμα
2. μτφ. κοπρίτης, τεμπελόσκυλο, κοπρομηχανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -ποιός (< ποιῶ)].