σχοινόπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
(6_18)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχοινόπλεκτος''': -ον, πεπλεγμένος ἐκ σχοίνων, εἰς σχοινόπλεκτον [[ἄγγος]] Ἀραρὼς ἐν «Καμπυλίωνι» 1. 4.
|lstext='''σχοινόπλεκτος''': -ον, πεπλεγμένος ἐκ σχοίνων, εἰς σχοινόπλεκτον [[ἄγγος]] Ἀραρὼς ἐν «Καμπυλίωνι» 1. 4.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σχοινόπλεκτος]], -ον, ΝΑ, και σχοινόπλεχτος, -η, -ο, Ν<br />αυτός που έχει πλεχθεί, που έχει φτειαχθεί από [[σχοινί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλεκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κισσό</i>-<i>πλεκτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινόπλεκτος Medium diacritics: σχοινόπλεκτος Low diacritics: σχοινόπλεκτος Capitals: ΣΧΟΙΝΟΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: schoinóplektos Transliteration B: schoinoplektos Transliteration C: schoinoplektos Beta Code: sxoino/plektos

English (LSJ)

ον,

   A plaited of rushes, ἄγγος Arar.8.

German (Pape)

[Seite 1057] von Binsen geflochten; ἄγγος, Araros Ath. III, 105 e; Phryn.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινόπλεκτος: -ον, πεπλεγμένος ἐκ σχοίνων, εἰς σχοινόπλεκτον ἄγγος Ἀραρὼς ἐν «Καμπυλίωνι» 1. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο / σχοινόπλεκτος, -ον, ΝΑ, και σχοινόπλεχτος, -η, -ο, Ν
αυτός που έχει πλεχθεί, που έχει φτειαχθεί από σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + πλεκτός (< πλέκω), πρβλ. κισσό-πλεκτος].