ἐπίκοιλος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(6_18)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίκοιλος''': -ον, πορώδης, [[σπογγώδης]], [[ὀστέον]] Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896.
|lstext='''ἐπίκοιλος''': -ον, πορώδης, [[σπογγώδης]], [[ὀστέον]] Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίκοιλος]], -ον (Α) [[κοίλος]]<br />αυτός που έχει κοιλότητες ή πόρους, ο [[πορώδης]].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκοιλος Medium diacritics: ἐπίκοιλος Low diacritics: επίκοιλος Capitals: ΕΠΙΚΟΙΛΟΣ
Transliteration A: epíkoilos Transliteration B: epikoilos Transliteration C: epikoilos Beta Code: e)pi/koilos

English (LSJ)

ον,

   A porous, spongy, ὀστέον Hp.VC1 (Comp.); ἕλκη cj. for ποικίλα in Sor.1.122.

German (Pape)

[Seite 951] obenauf hohl, ausgehöhlt, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκοιλος: -ον, πορώδης, σπογγώδης, ὀστέον Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896.

Greek Monolingual

ἐπίκοιλος, -ον (Α) κοίλος
αυτός που έχει κοιλότητες ή πόρους, ο πορώδης.