ἀσθενόω: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσθενόω''': καθιστῶ τινα ἀνίσχυρον, ὡς τὸ ἀσθενοποιῶ, καὶ κινδυνεύοιεν, εἰ μή τις αὐτοὺς φθάσας ἀσθενώσει, ἐπὶ ἕν ἕκαστον τῶν ἐθνῶν ἰόντες καταστρέψασθαι Ξεν. Κύρ. 1. 5, 3· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. 79, κἑξ.
|lstext='''ἀσθενόω''': καθιστῶ τινα ἀνίσχυρον, ὡς τὸ ἀσθενοποιῶ, καὶ κινδυνεύοιεν, εἰ μή τις αὐτοὺς φθάσας ἀσθενώσει, ἐπὶ ἕν ἕκαστον τῶν ἐθνῶν ἰόντες καταστρέψασθαι Ξεν. Κύρ. 1. 5, 3· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. 79, κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀσθενώσω;<br />affaiblir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσθενής]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσθενόω Medium diacritics: ἀσθενόω Low diacritics: ασθενόω Capitals: ΑΣΘΕΝΟΩ
Transliteration A: asthenóō Transliteration B: asthenoō Transliteration C: asthenoo Beta Code: a)sqeno/w

English (LSJ)

   A weaken, X.Cyr.1.5.3.

German (Pape)

[Seite 370] schwächen, Xen. Cyr. 1, 5, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσθενόω: καθιστῶ τινα ἀνίσχυρον, ὡς τὸ ἀσθενοποιῶ, καὶ κινδυνεύοιεν, εἰ μή τις αὐτοὺς φθάσας ἀσθενώσει, ἐπὶ ἕν ἕκαστον τῶν ἐθνῶν ἰόντες καταστρέψασθαι Ξεν. Κύρ. 1. 5, 3· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. 79, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀσθενώσω;
affaiblir.
Étymologie: ἀσθενής.