λασίμηλον: Difference between revisions

From LSJ
(6_21)
(22)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰσίμηλον''': τό, [[μῆλον]] δασύ, δηλ. ἔχον χνοῦν, [[ἴσως]] τὸ [[ῥοδάκινον]], πιθ. γραφ. παρὰ τῷ Ἀντιγρ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 82Β· λασιόμᾱλον «[[μῆλον]] τὸ ἔχον χνοῦν» Ἡσύχ.
|lstext='''λᾰσίμηλον''': τό, [[μῆλον]] δασύ, δηλ. ἔχον χνοῦν, [[ἴσως]] τὸ [[ῥοδάκινον]], πιθ. γραφ. παρὰ τῷ Ἀντιγρ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 82Β· λασιόμᾱλον «[[μῆλον]] τὸ ἔχον χνοῦν» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λασίμηλον]], τὸ (Α)<br /><b>πιθ.</b> το [[ροδάκινο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάσιος]] «[[δασύτριχος]]» <span style="color: red;">+</span> [[μῆλον]].
}}
}}

Revision as of 07:31, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 17] τό, der Rauchapfel, eine Quittenart mit wolliger Oberfläche, richtiger λασιόμηλον.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰσίμηλον: τό, μῆλον δασύ, δηλ. ἔχον χνοῦν, ἴσως τὸ ῥοδάκινον, πιθ. γραφ. παρὰ τῷ Ἀντιγρ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 82Β· λασιόμᾱλον «μῆλον τὸ ἔχον χνοῦν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λασίμηλον, τὸ (Α)
πιθ. το ροδάκινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + μῆλον.