μουστάκιον: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μουστάκιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ μούσταξ, (= [[μύσταξ]]), Κραμ. Ἀν. Ὀξ. 3. 76. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., Λατ. mustacea, [[εἶδος]] πλακοῦντος, Χρύσιππ. Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647D· mustacei, παρὰ Κάτωνι R. R. 121.
|lstext='''μουστάκιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ μούσταξ, (= [[μύσταξ]]), Κραμ. Ἀν. Ὀξ. 3. 76. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., Λατ. mustacea, [[εἶδος]] πλακοῦντος, Χρύσιππ. Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647D· mustacei, παρὰ Κάτωνι R. R. 121.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />sorte de gâteau à la farine et au vin nouveau.<br /><i><b>Étym.</b> lat.</i> mustaceum, [[μοῦστος]].
}}
}}