χρυσωρύχιον: Difference between revisions

From LSJ

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
(6_22)
(47c)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσωρύχιον''': -ωρυχεῖον, Ἀγαθαρχ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 124. 4.
|lstext='''χρῡσωρύχιον''': -ωρυχεῖον, Ἀγαθαρχ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 124. 4.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[χρυσωρύχος]]<br />το [[χρυσωρυχείο]].
}}
}}

Revision as of 06:14, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1383] τό, v. l. von χρυσωρυχεῖον.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσωρύχιον: -ωρυχεῖον, Ἀγαθαρχ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 124. 4.

Greek Monolingual

τὸ, Α χρυσωρύχος
το χρυσωρυχείο.