χειρόβλημα: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(46) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειρόβλημα''': τό, καὶ χειρόβλητον, τό, = [[χειρόβολον]], «χειροβλήματα· δράγματα· οἱ δὲ χειρόβλητα» Ἡσύχ. | |lstext='''χειρόβλημα''': τό, καὶ χειρόβλητον, τό, = [[χειρόβολον]], «χειροβλήματα· δράγματα· οἱ δὲ χειρόβλητα» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χειρόβολον]], [[δράγμα]]<br />οἱ δὲ [[χειρόβλητον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βλῆμα]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, and χειρό-βλητον, τό, glossed by δράγματα, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
χειρόβλημα: τό, καὶ χειρόβλητον, τό, = χειρόβολον, «χειροβλήματα· δράγματα· οἱ δὲ χειρόβλητα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «χειρόβολον, δράγμα
οἱ δὲ χειρόβλητον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + βλῆμα (< βάλλω)].