διαμαθύνω: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαμαθύνω''': κατασυντρίβω εἰς κόνιν, ἐντελῶς [[καταστρέφω]], πόλιν διημάθυνεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 824· κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην (ἐνν. τὸν Ἀκταίωνα) ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 239.
|lstext='''διαμαθύνω''': κατασυντρίβω εἰς κόνιν, ἐντελῶς [[καταστρέφω]], πόλιν διημάθυνεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 824· κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην (ἐνν. τὸν Ἀκταίωνα) ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 239.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> διημάθυνον;<br />réduire en poussière : πόλιν ESCHL une ville.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀμαθύνω]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰμᾰθύνω Medium diacritics: διαμαθύνω Low diacritics: διαμαθύνω Capitals: ΔΙΑΜΑΘΥΝΩ
Transliteration A: diamathýnō Transliteration B: diamathynō Transliteration C: diamathyno Beta Code: diamaqu/nw

English (LSJ)

   A grind to powder, utterly destroy, πόλιν διημάθυνεν A.Ag. 824; κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην (sc. Actaeon) Id.Fr.244.

German (Pape)

[Seite 588] ganz verwüsten, vernichten, Aesch. Ag. 798.

Greek (Liddell-Scott)

διαμαθύνω: κατασυντρίβω εἰς κόνιν, ἐντελῶς καταστρέφω, πόλιν διημάθυνεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 824· κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην (ἐνν. τὸν Ἀκταίωνα) ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 239.

French (Bailly abrégé)

impf. διημάθυνον;
réduire en poussière : πόλιν ESCHL une ville.
Étymologie: διά, ἀμαθύνω.