ἱπποσείρης: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
(6_19) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱπποσείρης''': -ου, ὁ, ὁ ὁδηγῶν ἵππον ἀπὸ τῆς σειρᾶς, ἀπὸ τὸ «καπίστρι», Ἀνακρ. 75. 6. | |lstext='''ἱπποσείρης''': -ου, ὁ, ὁ ὁδηγῶν ἵππον ἀπὸ τῆς σειρᾶς, ἀπὸ τὸ «καπίστρι», Ἀνακρ. 75. 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱπποσείρης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατευθύνει ίππο με τη [[σειρά]], με το [[καπίστρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σειρά]] «[[καπίστρι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who leads a horse by the rein, Anacr.75.6.
German (Pape)
[Seite 1261] ὁ, der das Pferd anspannt, s. ἱπποπείρης.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποσείρης: -ου, ὁ, ὁ ὁδηγῶν ἵππον ἀπὸ τῆς σειρᾶς, ἀπὸ τὸ «καπίστρι», Ἀνακρ. 75. 6.
Greek Monolingual
ἱπποσείρης, ὁ (Α)
αυτός που κατευθύνει ίππο με τη σειρά, με το καπίστρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + σειρά «καπίστρι»].