κιτών: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
(6_22)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῐτών''': -ῶνος, ὁ, Δωρ. (ἰδίως Σικελ.) ἀντὶ τοῦ [[χιτών]], Koen Γρηγ. σ. 341.
|lstext='''κῐτών''': -ῶνος, ὁ, Δωρ. (ἰδίως Σικελ.) ἀντὶ τοῦ [[χιτών]], Koen Γρηγ. σ. 341.
}}
{{grml
|mltxt=[[κιτών]], -ῶνος, ὁ (Α)<br />δωρ. τ. του [[χιτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιτών]] με [[απώλεια]] της δασύτητας].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐτών Medium diacritics: κιτών Low diacritics: κιτών Capitals: ΚΙΤΩΝ
Transliteration A: kitṓn Transliteration B: kitōn Transliteration C: kiton Beta Code: kitw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, Dor. (esp. Sicil.) for χιτών, Sophr.35; also POxy. 1269.30(ii A.D.), etc.:—Dim. κιτώνιον, τό, PTeb.406.14(iii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1443] ῶνος, ὁ, ion. u. dor. = χιτών.

Greek (Liddell-Scott)

κῐτών: -ῶνος, ὁ, Δωρ. (ἰδίως Σικελ.) ἀντὶ τοῦ χιτών, Koen Γρηγ. σ. 341.

Greek Monolingual

κιτών, -ῶνος, ὁ (Α)
δωρ. τ. του χιτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιτών με απώλεια της δασύτητας].