ἄγημα: Difference between revisions
Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄγημα''': τό, (ἐκ τοῦ ἄγω, ἢ [[ἴσως]] Δωρ. ἀντὶ τοῦ [[ἥγημα]]), τὸ ὁδηγούμενον, [[διαίρεσις]] ἢ [[μέρος]] στρατοῦ τῶν Λακεδαινομίων, Ξεν. Λακ. 11. 9, 13, 6. Ἀλλ’ ἐν τῷ Μακεδονικῷ στρατῷ, οἱ σωματοφύλακες, ἐκλεκτὸν [[τάγμα]], Πολύβ 5. 65, 2. Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, τῶν ἱππέων τὸ ἄγ., ὁ αὐτ 4 24, 1, τῶν πεζῶν τὸ ἄγ, 2. 8. 3, τῶν ἐλεφάντων, Ἀθήν 539E. | |lstext='''ἄγημα''': τό, (ἐκ τοῦ ἄγω, ἢ [[ἴσως]] Δωρ. ἀντὶ τοῦ [[ἥγημα]]), τὸ ὁδηγούμενον, [[διαίρεσις]] ἢ [[μέρος]] στρατοῦ τῶν Λακεδαινομίων, Ξεν. Λακ. 11. 9, 13, 6. Ἀλλ’ ἐν τῷ Μακεδονικῷ στρατῷ, οἱ σωματοφύλακες, ἐκλεκτὸν [[τάγμα]], Πολύβ 5. 65, 2. Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, τῶν ἱππέων τὸ ἄγ., ὁ αὐτ 4 24, 1, τῶν πεζῶν τὸ ἄγ, 2. 8. 3, τῶν ἐλεφάντων, Ἀθήν 539E. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> corps d’armée lacédémonien;<br /><b>2</b> corps d’élite macédonien, garde des rois de Macédoine.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγω]], <i>ou</i> dor. p. ἥγημα. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:22, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, (from ἄγω, or perh. Dor. for ἥγημα; Boeot. ἄγειμα, BCH18.534 (Thisbe))
A anything led, division, corps of an army, of the Lacedaemonians, X.Lac.11.9, 13.6: in the Macedonian army, the Guard, Plb.5.65.2, Arr.An.1.1.11; τῶν ἱππέων τὸ ἄ. ib.4.24.1; τῶν πεζῶν τὸ ἄ. 2..3; τῶν ἐλεφάντων Phylarch.1: in the armies of the Ptolemies, etc., PPetr.3p.22 (iii B. C.), Plu.Eum.7, App.Syr.32, cf. Ael.Dion.Fr.8; Βασιλικὸν ἄ. Plb.5.82.4. II name of a district in the Heracleopolite nome, PHib.101.3, PTeb.3.38.4.
German (Pape)
[Seite 13] τό, dor. für ἥγημα, ein Heereszug, nur Xen. Lac. 11, 9. 13, 6; bes. im macedonischen Heere, der Kern desselben, die Garde, Polyb. 5, 65. 31, 3, 8; Reiterei, Plut. Eum. 7; vgl. agema bei Liv. u. Curt.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγημα: τό, (ἐκ τοῦ ἄγω, ἢ ἴσως Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἥγημα), τὸ ὁδηγούμενον, διαίρεσις ἢ μέρος στρατοῦ τῶν Λακεδαινομίων, Ξεν. Λακ. 11. 9, 13, 6. Ἀλλ’ ἐν τῷ Μακεδονικῷ στρατῷ, οἱ σωματοφύλακες, ἐκλεκτὸν τάγμα, Πολύβ 5. 65, 2. Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, τῶν ἱππέων τὸ ἄγ., ὁ αὐτ 4 24, 1, τῶν πεζῶν τὸ ἄγ, 2. 8. 3, τῶν ἐλεφάντων, Ἀθήν 539E.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 corps d’armée lacédémonien;
2 corps d’élite macédonien, garde des rois de Macédoine.
Étymologie: ἄγω, ou dor. p. ἥγημα.