παράπταισμα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(6_21)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράπταισμα''': τό, [[πταῖσμα]], [[σφάλμα]], Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 219C, [[ἔνθα]] ὁ Dind. προτείνει παραπαίσματα.
|lstext='''παράπταισμα''': τό, [[πταῖσμα]], [[σφάλμα]], Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 219C, [[ἔνθα]] ὁ Dind. προτείνει παραπαίσματα.
}}
{{grml
|mltxt=-<i>ατος</i>, τὸ, Α<br />(εσφ. γρφ.) [[αντί]] [[παράπαισμα]].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράπταισμα Medium diacritics: παράπταισμα Low diacritics: παράπταισμα Capitals: ΠΑΡΑΠΤΑΙΣΜΑ
Transliteration A: paráptaisma Transliteration B: paraptaisma Transliteration C: paraptaisma Beta Code: para/ptaisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A f.l. for παράπαισμα in Oenom. ap. Eus. PE5.25.

German (Pape)

[Seite 496] τό, Verstoß, Irrthum, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παράπταισμα: τό, πταῖσμα, σφάλμα, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 219C, ἔνθα ὁ Dind. προτείνει παραπαίσματα.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, Α
(εσφ. γρφ.) αντί παράπαισμα.