λαιμητόμος: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
(6_18)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λαιμητόμος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ [[λαιμοτόμος]], Ἀνθ. Π. 6. 101.
|lstext='''λαιμητόμος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ [[λαιμοτόμος]], Ἀνθ. Π. 6. 101.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[λαιμητόμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[λαιμητόμος]]<br />[[μηχανή]] εφοδιασμένη με πολύ [[βαρύ]] [[μαχαίρι]] που πέφτει από [[ψηλά]], με την οποία γινόταν ο [[αποκεφαλισμός]] τών καταδικασμένων σε θάνατο, [[καρμανιόλα]], [[γκιλοτίνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κόβει τον λαιμό, που αποκεφαλίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> -[[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυρη</i>-[[τόμος]], <i>σταχυη</i>-[[τόμος]]. Το -<i>η</i>- πιθ. [[προϊόν]] αναλογίας αντίστοιχων συνθέτων].
}}
}}

Revision as of 07:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμητόμος Medium diacritics: λαιμητόμος Low diacritics: λαιμητόμος Capitals: ΛΑΙΜΗΤΟΜΟΣ
Transliteration A: laimētómos Transliteration B: laimētomos Transliteration C: laimitomos Beta Code: laimhto/mos

English (LSJ)

ον,

   A = λαιμοτόμος, AP6.101 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

λαιμητόμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ λαιμοτόμος, Ἀνθ. Π. 6. 101.

Greek Monolingual

-ο (Α λαιμητόμος, -ον)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η λαιμητόμος
μηχανή εφοδιασμένη με πολύ βαρύ μαχαίρι που πέφτει από ψηλά, με την οποία γινόταν ο αποκεφαλισμός τών καταδικασμένων σε θάνατο, καρμανιόλα, γκιλοτίνα
αρχ.
αυτός που κόβει τον λαιμό, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τόμος (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. γυρη-τόμος, σταχυη-τόμος. Το -η- πιθ. προϊόν αναλογίας αντίστοιχων συνθέτων].