ἐφάπτωρ: Difference between revisions
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐφάπτωρ''': -ορος, ὁ, καὶ ἡ, ὁ ἐφαπτόμενός τινος ἄγειν θέλοντες ῥυσίων ἐφάπτορες Αἰσχύλ. Ἱκ. 728, πρβλ. 412. ΙΙ. ὁ θωπεύων τινά, κοινῶς «χαϊδεύων», [[αὐτόθι]] 312, 535 (ἐν ἀναφορᾶ πρὸς τὸ [[ὄνομα]] [[Ἔπαφος]])· ἐπὶ τοῦ βάκχου, Ὀρφ. Ὕμν. 50. 7., 52. 9. | |lstext='''ἐφάπτωρ''': -ορος, ὁ, καὶ ἡ, ὁ ἐφαπτόμενός τινος ἄγειν θέλοντες ῥυσίων ἐφάπτορες Αἰσχύλ. Ἱκ. 728, πρβλ. 412. ΙΙ. ὁ θωπεύων τινά, κοινῶς «χαϊδεύων», [[αὐτόθι]] 312, 535 (ἐν ἀναφορᾶ πρὸς τὸ [[ὄνομα]] [[Ἔπαφος]])· ἐπὶ τοῦ βάκχου, Ὀρφ. Ὕμν. 50. 7., 52. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> qui saisit <i>ou</i> cherche à saisir, gén.;<br /><b>2</b> qui tâte, qui palpe.<br />'''Étymologie:''' [[ἐφάπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
ορος, ὁ, also ἡ,
A laying hold of, seizing, ῥυσίων A.Supp.728. II one who strokes or caresses, ib.312, 535 (lyr.) (with ref. to the name Ἔπαφος).
German (Pape)
[Seite 1113] ορος, ὁ, der Berührende, Antastende, Ἰοῦς Aesch. Suppl. 530, vgl. 308; ῥυσίων 708, mit Anspielung auf Ἔπαφος. – Orph. H. 49.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφάπτωρ: -ορος, ὁ, καὶ ἡ, ὁ ἐφαπτόμενός τινος ἄγειν θέλοντες ῥυσίων ἐφάπτορες Αἰσχύλ. Ἱκ. 728, πρβλ. 412. ΙΙ. ὁ θωπεύων τινά, κοινῶς «χαϊδεύων», αὐτόθι 312, 535 (ἐν ἀναφορᾶ πρὸς τὸ ὄνομα Ἔπαφος)· ἐπὶ τοῦ βάκχου, Ὀρφ. Ὕμν. 50. 7., 52. 9.
French (Bailly abrégé)
ορος;
adj. m.
1 qui saisit ou cherche à saisir, gén.;
2 qui tâte, qui palpe.
Étymologie: ἐφάπτω.