κεραμευτής: Difference between revisions

From LSJ

μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof

Source
(6_19)
(20)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερᾰμευτής''': -οῦ, ὁ, = τῷ προηγ., Κύριλλ. κατὰ Ἰουλιαν. 4. σ. 120C.
|lstext='''κερᾰμευτής''': -οῦ, ὁ, = τῷ προηγ., Κύριλλ. κατὰ Ἰουλιαν. 4. σ. 120C.
}}
{{grml
|mltxt=[[κεραμευτής]], ὁ (Α) [[κεραμεύω]]<br />ο [[κεραμέας]].
}}
}}

Latest revision as of 07:23, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1420] ὁ, dasselbe, erst Sp.; vgl. Lob. zu Phryn. 316.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμευτής: -οῦ, ὁ, = τῷ προηγ., Κύριλλ. κατὰ Ἰουλιαν. 4. σ. 120C.

Greek Monolingual

κεραμευτής, ὁ (Α) κεραμεύω
ο κεραμέας.