κεραμεύω
English (LSJ)
A to be a potter, Phryn.Com.15, Pl.R. 467a, etc.
2 c. acc., κ. κανθάρους make earthenware cups, Epig.4; τὰ τρύβλια κακῶς κ., τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ καλῶς he tinkers the state, of the demagogue Cephalos, whose father was a potter, Ar.Ec.253; κ. τὸν κεραμέα make a pot of the potter, Pl.Euthd.301d; τὸ Νέστορος ποτήριον πολλοὶ -εύουσι, i.e. discuss its manufacture, Ath.11.781d:—Med., ἐκεραμεύσαντο… ποτήρια they had them made, Pherecr.143:—Pass., χύτρα κεκεραμευμένη ὑπὸ ἀγαθοῦ κεραμέως Pl.Hp.Ma.288d, cf. Nicostr.Com.10.
German (Pape)
[Seite 1420] Töpfer sein, Töpferarbeit machen, Plat. Euthyd . 301 c u. öfter; auch pass., εἰ ἡ χύτρα κεκεραμευμένη εἴη ὑπ' ἀγαθοῦ κεραμέως Hipp. mai. 288 d, wie Ar. bei Ath. XI, 478 d. Übertr. sagt Ar. Eccl. 252 τὰ τρύβλια κακῶς κεραμεύειν, τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ καλῶς, von dem Demagogen Kephalos, dem Sohne eines Töpfers, er töpfert den Staat gut zusammen.
French (Bailly abrégé)
1 façonner en argile;
2 fig. façonner comme de l'argile.
Étymologie: κεραμεύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραμεύω [κεραμεύς] pottenbakker zijn. fabriceren, kneden, overdr. bakken:. τὰ τρύβλια κακῶς κεραμεύειν, τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ καλῶς van pottenbakken bakt hij niets, maar de stad bakt hij een prachtige poets Aristoph. Ec. 253.
Russian (Dvoretsky)
κεραμεύω: заниматься гончарным делом, лепить (τὰ τρύβλια Arph.; ἡ χύτρα κεκεραμευμένη ὑπ᾽ ἀγαθοῦ κεραμέως Plat.).
Greek Monolingual
(ΑΜ κεραμεύω) κέραμος
είμαι κεραμέας, κατασκευάζω πήλινα αγγεία («πολὺν χρόνον διακονοῦν
τες θεωροῦσι πρὶν ἅπτεσθαι τοῦ κεραμεύειν»).
Greek Monotonic
κερᾰμεύω: μέλ. -σω (κεραμεύς),
1. είμαι κεραμέας, δουλεύω με το υλικό του πηλού, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. με αιτ., κ. τὸν κεραμέα, τον μεταχειρίζεται σαν κεραμική ύλη, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰμεύω: εἶμαι κεραμεύς, ἐργάζομαι εἰς κατασκευὴν πηλίνων ἀγγείων, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Κωμασταῖς» 1, Πλάτ., κλ. 2) μετ’ αἰτ., κ. κανθάρους, κατασκευάζω πήλινα ποτήρια, Ἐπιγέν. ἐν «Ἡρωΐνῃ» 1· τὰ τρύβλια κακῶς κ., τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ καλῶς, περὶ τοῦ δημαγωγοῦ Κεφάλου, οὗ ὁ πατὴρ ἦτο κεραμεύς, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 253· καὶ ἐάν… τὸν κεραμέα κεραμεύσῃ, τὸν μεταχειρισθῇ ὡς ὕλην κεραμευτικήν, Πλάτ. Εὐθύδ. 301D. ― Μέσ., ἐκεραμεύσαντο… ποτήρια, κατεσκεύασαν, Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1.
Middle Liddell
κερᾰμεύω, fut. -σω κεραμεύς
1. to be a potter, work in earthenware, Plat., etc.
2. c. acc., κ. τὸν κεραμέα to make a pot of the potter, Plat.