πλινθευτής: Difference between revisions
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
(6_19) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλινθευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ κατασκευάζων πλίνθους, [[Πολυδ]]. Ζϳ, 163. | |lstext='''πλινθευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ κατασκευάζων πλίνθους, [[Πολυδ]]. Ζϳ, 163. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α [[πλινθεύω]]<br />αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, [[πλινθουργός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A brickmaker, Poll.7.163, POxy.158.1 (vi/vii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 636] ὁ, Ziegelstreicher, Ziegelbrenner, οἱ τὰς πλίνθους πλάττοντες, Poll. 7, 163.
Greek (Liddell-Scott)
πλινθευτής: -οῦ, ὁ, ὁ κατασκευάζων πλίνθους, Πολυδ. Ζϳ, 163.
Greek Monolingual
ὁ, Α πλινθεύω
αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθουργός.