μισοστρατιώτης: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(6_19) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῑσοστρᾰτιώτης''': -ου, ὁ, ὁ μισῶν τοὺς στρατιώτας, ἀντίθετ. τῷ [[φιλοστρατιώτης]], [[Πολυδ]]. Α΄, 179. | |lstext='''μῑσοστρᾰτιώτης''': -ου, ὁ, ὁ μισῶν τοὺς στρατιώτας, ἀντίθετ. τῷ [[φιλοστρατιώτης]], [[Πολυδ]]. Α΄, 179. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μισοστρατιώτης]], ὁ (Α) αυτός που μισεί τους στρατιώτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[στρατιώτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A the soldier's enemy, Poll.1.179.
German (Pape)
[Seite 192] ὁ, Soldatenfeind, Poll. 1, 179.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσοστρᾰτιώτης: -ου, ὁ, ὁ μισῶν τοὺς στρατιώτας, ἀντίθετ. τῷ φιλοστρατιώτης, Πολυδ. Α΄, 179.
Greek Monolingual
μισοστρατιώτης, ὁ (Α) αυτός που μισεί τους στρατιώτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + στρατιώτης.