ἱματιοκλέπτης: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(6_19) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱμᾰτιοκλέπτης''': -ου, ὁ, ὁ κλέπτων ἱμάτια, Διογ. Λ. 6. 52. | |lstext='''ἱμᾰτιοκλέπτης''': -ου, ὁ, ὁ κλέπτων ἱμάτια, Διογ. Λ. 6. 52. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱματιοκλέπτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κλέβει ιμάτια. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ
A clothes-stealer, D.L.6.52.
German (Pape)
[Seite 1252] ὁ, Kleiderdieb, D. L. 6, 52.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμᾰτιοκλέπτης: -ου, ὁ, ὁ κλέπτων ἱμάτια, Διογ. Λ. 6. 52.
Greek Monolingual
ἱματιοκλέπτης, ὁ (Α)
αυτός που κλέβει ιμάτια.